ἐπικοίτιον

ἐπικοίτιον
ἐπικοίτιος
at bedtime
masc/fem acc sg
ἐπικοίτιος
at bedtime
neut nom/voc/acc sg
ἐπικοιτέω
keep
imperf ind act 3rd pl (doric)
ἐπικοιτέω
keep
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επικοίτιος — ἐπικοίτιος, ον (Α) αυτός που αναφέρεται στην κοίτη, δηλ. στην κλίνη, στο κρεβάτι («ἐπικοίτιον ᾆσμα», το άσμα που ψάλλεται κατά τη μετάβαση στην κοίτη για ύπνο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”